Πριν λίγο καιρό τα σταθερά τηλέφωνα στα χωριά ήταν λίγα, και κυρίως σε κοινοτικά γραφεία και στα καφενεία.
Ένας φαντάρος λοιπόν παίρνει τηλέφωνο από την Ορεστιάδα στην Κρήτη σε ένα τέτοιο χωριό. Αφού έβαλε η τηλεφωνήτρια τις φωνές ήρθε ο πατέρας του:
- Γεια σου πατέρα, ήντα γίνεσαι;
- Καλά, παιδί μου.
- Η μανα καλά;
- Καλά, παιδί μου.
- Ο Γιώργης μας, ο Μανώλης μας...
- Καλά είναι! Εσύ ήντα χαμπάρια;
- Καλά κι εγώ. Τα λεφτά μου τελειώσανε μόνο. Να μου πέψεις κι άλλα!
- Ηντα είπες;
- Τα λεφτά μου τελειώσανε, να μου πέψεις κι άλλα!
- Έλα δε σε γροικώ! Ήντα λες;
Εκεί επενέβει η τηλεφωνήτρια που άκουγε τη φωνή του απελπισμένου στρατιώτη...
- Τα λεφτά του παλικαριού λέει τελειώσανε!
- Α! εσύ τονε γροικάς;
- Ε! ναι!
- Ε! τότε να του στείλεις εσύ!